- συννομοθετεῖν
- συννομοθετέωto be a joint-lawgiverpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννομοθετώ — έω, ΜΑ [νομοθετῶ] νομοθετώ από κοινού («συννομοθετεῑν κελεύειν τίς νικᾱν ἄρα δίκαιος», Πλάτ.) … Dictionary of Greek